Αχ Σίτσα μου, ήρθαν τα Χριστούγεννα βρε φιλενάδα κι εγω η έρμη δεν έχω προλάβει ούτε τα γλυκά να ψήσω, τι κουραμπιέδες, τι μελομακάρονα, ξέχνα τα αυτά που ήξερες κούκλα μου, θα πάω μου φαίνεται στο φούρνο να πάρω έτοιμα φέτος... σάμπως και περιμένω κανέναν να έρθει; Από τότε που μου άφησε χρόνους ο Αριστείδης όλοι εξαφανιζόλ βάρεσαν βρε Σίτσα μου, μονάχη μου κάθομαι δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζω τους περαστικούς... κι άμα χιονίσει κάθομαι και χαζεύω τις νιφάδες, μ αρέσουν βρε Σίτσα μου να τις βλέπω να στροβιλίζονται σα να χορεύουν. Βάνω και μουσικές με το μυαλό μου, εκείνα τα κλασικά που άρεσαν στο συγχωρεμένο και τις βλέπω να χορεύουν με το ρυθμό...
Τι δεν πρόλαβα θα μου πεις, γιατί. Τι να πρωτοκάνω κι εγώ, τι να πρωτοκάνω, από τότε που χώρισε η προκομμένη η κόρη μου και μου κουβαλήθηκε εδώ με τα κουτσούβελα τρέχω σαν τρελή απ το πρωί μέχρι το βράδυ να τα βγάλω πέρα. Μαγείρεψε, καθάρισε, τρέχα να ψωνίσεις, η μαντάμ δε σηκώνεται απ τον καναπέ - έχει τα ψυχολογικά της λέει. Όλη μέρα καφέ και τσιγάρο, με το ζόρι να τα διαβάσει τα παιδιά και το βράδυ μόλις κοιμηθούν το σκάει να πάει στο γκόμενο. Ναι, έχει βρε μάτια μου, δεν μου το χει πει αλλά με έχεις για ηλίθια; Που πάει κάθε βράδυ για μετάνοιες; Σιγά, εδώ στο γάμο της με το ζόρι τη βάλαμε στην εκκλησία που μαύρη ώρα που τον επήρε τον αχαϊρευτο, αχ και τα λεγα εγώ αλλά ο συγχωρεμένος μου λεγε «μην ανακατεύεσαι εσύ, άσε τα παιδιά να βρουν το δρόμο τους». Ναι, ναι, τον βρήκανε και τα τραβάω εγώ, εγώ που με μια ψωροσύνταξη ταϊζω 4 στόματα πια. Ήρθε και το χαράτσι με τη ΔΕΗ που να τους κόψει ο Θεός τα ποδάρια, ούτε θερμοσίφωνα δεν ανάβω όταν είμαι μόνη στο σπίτι, οικονομία Σίτσα μου, κι από θέρμανση να είναι καλά η κουβέρτα να κρατάει τα πόδια μου ζεστά... Φύγανε χτες προπαραμονή, τα παιδιά στον πατέρα τους (κακό χρόνο να χει) κι εκείνη θα πάει λέει σε βουνό, με το γκόμενο βρε, θα πάνε λέει για σκι σε ένα καταφύγιο κάπου στα Καλάβρυτα νομίζω. Να σου πω από το να βλέπω την αφεντομουτσουνάρα της να φουμάρει, κάλλιο μόνη παρέα με την κουβέρτα.
Ο μικρός, ε τι τα θες, μικρός είναι, πήγε με αυτόν τον φίλο του, ξέρεις που είναι όλο μαζί, αυτόν που μένουν μαζί - καλό παιδί αυτός, μορφωμένος, όμορφος, ευγενικός, έναν τέτοιο να βρισκε η κακορίζικη η κόρη μου να χε στεφάνι που ν αξίζει. Τον βρήκε ο μικρός... Τι εννοώ; Ε, ξέρω εγώ Σίτσα μου, μάνα είμαι, καταλαβαίνω κι ας κάνω τη χαζή... καλά να ναι τα παιδιά κι ευτυχισμένα, είδαμε κι εμείς που παντρευτήκαμε και κάναμε οικογένεια τα χαϊρια μας... Από το να μου φερνε καμιά ξινομούρα νύφη, χίλιες φορές ο ψηλός. Είναι ωραίος τουλάχιστον! Πάνε λέει στην Πάργα για να κάνουνε Χριστούγεννα έξω. Πράγα; Πάργα - Πράγα το ίδιο είναι, αφού δεν είναι εδώ, το ίδιο είναι. Ήρθαν χτες προπαραμονή και μου φεραν και δώρο, ένα κηροπήγιο κόκκινο χριστουγεννιάτικο. Έκανα ότι μου άρεσε βρε Σίτσα μου, χάλια είναι σαν εκείνα που βλέπουμε στα μοντέρνα. Εμένα μ αρέσουν αυτά τα ασημένια με τα σκαλίσματα... τι τα θες, το χω εκεί να σούρνεται πάνω στη σερβάντα και μετά θα το καταχωνιάσω κάπου. Καλά να ναι το αγόρι μου κι ας φέρνει και μοντέρνα...
Εσύ; Με τη νύφη και τα συμπεθέρια; Κάνε κουράγιο καλή μου, μέρα είναι θα περάσει. Ναι, το ξέρω σου βγήκε φαρμακομύτα. Θα χεις πεθάνει με τα μαγειρέματα πάλι, τι να κάνεις γιορτάζει ο σύζυγος τρέχει η δούλα, τόσα χρόνια τα ζησα, τα ξέρω, άσε καλύτερα μοναχή φέτος να χω και το κεφάλι μου ήσυχο. Θα βάλω τηλεόραση να χαζέψω, κάτι θα χει γιορτινό.
Έλα, έλα σε κλείνω, μου χτυπάνε τα κουδούνια, για τα κάλαντα θα ναι και δεν έχω να τα φιλέψω... πάω να βρω ψιλά και ν ανοίξω, θα σε πάρω μετά να τα πούμε, όχι όχι δεν μπορώ να ρθω θα σαστε οικογένεια, δεν χωρά η ξένη...